- ἰοβόλοις
- ἰ̱οβόλοις , ἰοβόλοςshooting arrowsmasc/fem/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναποκλείω — ΜΑ αποκλείω εντελώς («ἰοβόλοις ἑρπετοῑς συναποκλεισθῆναι», Μηναί.) … Dictionary of Greek